αστάχωτος

αστάχωτος
η , ο [ος , ον ] непереплетённый (о книге)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστάχωτος" в других словарях:

  • αστάχωτος — η, ο (για βιβλίο) ο άδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταχώ ( ώνω) «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • ακαρίνωτος — η, ο [καρίνα] 1. αυτός που δεν έχει καρίνα (για καΐκι) 2. ο αστάχωτος, αβιβλιοδέτητος (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»